ενωτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενωτικώς < ενωτικός + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

ενωτικώς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]