εν δυνάμει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εν δυνάμει < (καθαρεύουσα ) ἐν, δυνάμει (δοτική ενικού του δύναμις) → δείτε τις λέξεις εν και δύναμη (δυνατότητα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

[επεξεργασία]

εν δυνάμει

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]