εν θερμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εν θερμώ < (καθαρεύουσα ) ἐν θερμῷ (δοτική ενικού του θερμός) → δείτε τις λέξεις εν και θερμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

[επεξεργασία]

εν θερμώ (λόγιο)

  1. σε θερμή κατάσταση, υπό θερμοκρασία
    (χημεία) χημική αντίδραση εν θερμώ
  2. (νομικός όρος) σε έξαψη, χωρίς αυτοσυγκράτηση, χωρίς ψυχραιμία
    η άδικη απόφασή του λήφθηκε εν θερμώ

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]