εν καιρώ ειρήνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν καιρώ ειρήνης < (καθαρεύουσα ) ἐν καιρῷ (δοτική ενικού του καιρός) & γενική ενικού εἰρήνης του εἰρήνη → δείτε τις λέξεις εν, καιρός, εν καιρώ και ειρήνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
[επεξεργασία]εν καιρώ ειρήνης
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εν καιρώ ειρήνης
|