εν κρυπτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν κρυπτώ < (καθαρεύουσα ) ἐν κρυπτῷ (δοτική ενικού του κρυπτός) → δείτε τις λέξεις εν, κρυπτός και κρυφός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
[επεξεργασία]εν κρυπτώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εν κρυπτώ
|