εν συνθέσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν συνθέσει < (καθαρεύουσα ) ἐν, συνθέσει (δοτική ενικού του σύνθεσις) → δείτε τις λέξεις εν και σύνθεση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
[επεξεργασία]εν συνθέσει
- (λόγιο) σε σύνθεση, συνθετικός
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εν συνθέσει
|