εν σώματι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εν σώματι < αρχαία ελληνική ) ἐν σώματι (δοτική ενικού του σῶμα) → δείτε τις λέξεις εν και σώμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

[επεξεργασία]

εν σώματι (λόγιο)

  1. στο σώμα
    νους υγιής εν σώματι υγιεί
  2. όλοι μαζί ως σύνολο
    στη τελετή παρέστη εν σώματι όλο το υπουργικό συμβούλιο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]