εν τοις πράγμασι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν τοις πράγμασι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐν τοῖς πράγμασι < μεσαιωνική ελληνική ἐν τοῖς πράγμασι < αρχαία ελληνική ἐν τοῖς πράγμασι (στα πράγματα) → δείτε τις λέξεις ἐν, τοῖς και πράγμασι (δοτική) πληθυντικού του πράγμα
Έκφραση
[επεξεργασία]εν τοις πράγμασι
- (αρχαιοπρεπές) στην πράξη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εν τοις πράγμασι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πράγμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)