εν όλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εν όλω < (καθαρεύουσα ) ἐν ὅλῳ (δοτική ενικού του ὅλος) → δείτε τις λέξεις εν και όλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

[επεξεργασία]

εν όλω

  • (λόγιο) όλα, συνολικά
    μετά την πυρκαγιά το υλικό βρέθηκε εν όλω κατεστραμμένο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]