εν όπλοις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν όπλοις < (καθαρεύουσα ) ἐν ὅπλοις (δοτική πληθυντικού του ὅπλον) → δείτε τις λέξεις εν και όπλο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
[επεξεργασία]εν όπλοις
- (λόγιο) με όπλα, οπλισμένος
- ↪ οι έλληνες συνοριοφύλακες είναι αστυνομικοί που δρουν κατά ομάδες εν όπλοις
- ↪ οι ακταιωροί είναι σκάφη εν όπλοις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εν όπλοις
|