εξάνθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάνθηση | οι | εξανθήσεις |
γενική | της | εξάνθησης* | των | εξανθήσεων |
αιτιατική | την | εξάνθηση | τις | εξανθήσεις |
κλητική | εξάνθηση | εξανθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξανθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξάνθηση < ελληνιστική κοινή ἐξάνθησις < αρχαία ελληνική ἐξανθέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξάνθηση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του εξάνθημα
- (βοτανική) άλλη μορφή του άνθηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)