εξήντα εννιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξήντα εννιά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ksin.da.eˈɲa/
Αριθμητικό[επεξεργασία]
εξήντα εννιά και εξήντα εννέα
- απόλυτο αριθμητικό, ο αριθμός 69
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξήντα εννιά ουδέτερο άκλιτο
- (αργκό) συνδυασμός αιδοιολειξίας και πεολειξίας. Βασίζεται στο ότι το ένα σώμα βρίσκεται ανάποδα από το άλλο, όπως στον αριθμό 69 (ανάποδο 9 το 6, ανάποδο 6 το 9)