εξαΰλωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εξαΰλωσης θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- εξαϋλώσεως (λόγιο)
εξαΰλωσης θηλυκό