εξαγωγέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | εξαγωγέας | οι | εξαγωγείς |
γενική | του του/της |
εξαγωγέα εξαγωγέως |
των | εξαγωγέων |
αιτιατική | τον/την | εξαγωγέα | τους/τις | εξαγωγείς |
κλητική | εξαγωγέα | εξαγωγείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξαγωγέας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξαγωγέας αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξαγωγέας