εξαπολύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαπολύω < μεσαιωνική ελληνική ἐξαπολύω < ἐξ + αρχαία ελληνική ἀπολύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ksa.poˈli.o/
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαπολύω
- εκτοξεύω (βλήματα, οβίδες κ.λπ) εναντίον κάποιου στόχου σε μεγάλη απόσταση
- οργανώνω και θέτω σε κίνηση μια επιχείρηση επιθετικού χαρακτήρα
- οι αστυνομικές αρχές εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραπετών
- (μεταφορικά) μιλάω επιθετικά εναντίον κάποιου στα πλαίσια μιας αντιπαράθεσης