εξειδικευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξειδικευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξειδικεύομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
εξειδικευμένος, -η, -ο
- που έχει εξειδικευτεί σε κάποιον επαγγελματικό τομέα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξειδικευμένος