εξελικτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξελικτισμός < εξελικτικ(ός) + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική evolutionism) [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξελικτισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία, κοινωνιολογία) θεωρία που στηρίζει την ερμηνεία κοινωνικών φαινομένων στην αρχή της εξελίξεως
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξελικτισμός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εξελικτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)