εξομαλύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξομαλύνω < εξ- + -ομαλ- (< ομαλός) + -ύνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική aplanir)
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1892
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kso.maˈli.no/
Ρήμα[επεξεργασία]
εξομαλύνω (παθητική φωνή: εξομαλύνομαι)
- κάνω κάτι ομαλό, επίπεδο ή λείο
- (μεταφορικά) εξαλείφω ή διευθετώ δυσκολίες ή εντάσεις, ώστε να επιτευχθεί ισορροπία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εξομάλυνση
- → δείτε τη λέξη ομαλός