εξορύσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξορύσσω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξορύσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξορύσσω < ἐξ- + ὀρύσσω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ksoˈɾi.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐ρύσ‐σω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ο‐ρύσ‐σω

εξορύσσω, αόρ.: εξόρυξα, παθ.φωνή: εξορύσσομαι, π.αόρ.: εξορύχθηκα, μτχ.π.π.: εξορυγμένος

  1. βγάζω ορυκτά από το υπέδαφος σκάβοντας
  2. (κατ’ επέκταση) βγάζω, αφαιρώ, εξάγω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]