εξουσιοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξουσιοδότηση | οι | εξουσιοδοτήσεις |
γενική | της | εξουσιοδότησης* | των | εξουσιοδοτήσεων |
αιτιατική | την | εξουσιοδότηση | τις | εξουσιοδοτήσεις |
κλητική | εξουσιοδότηση | εξουσιοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξουσιοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξουσιοδότηση < εξουσιοδοτώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autorisation)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξουσιοδότηση θηλυκό
- (νομικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξουσιοδοτώ καθώς και το σχετικό έγγραφο
- ηλεκτρονική εξουσιοδότηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εξουσιοδοτώ, εξουσία και δίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξουσιοδότηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)