εξτρεμίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξτρεμίστρια < εξτρεμιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξτρεμίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη εξτρεμιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξτρεμίστρια