εξυπνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξυπνώ < ελληνιστική κοινή ἐξυπνέω / ἐξυπνῶ < ἔξυπνος < αρχαία ελληνική ὕπνος
Ρήμα[επεξεργασία]
εξυπνώ
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του ξυπνώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξυπνώ
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)