εξ όνυχος τον λέοντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξ όνυχος τον λέοντα < αρχαία ελληνική ἐξ ὀνύχων λέοντα (τεκμαίρεσθαι) → δείτε τις λέξεις εξ, όνυχας και λέων
Έκφραση
[επεξεργασία]εξ όνυχος τον λέοντα
- (λόγιο) μπορούμε να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά ενός συνόλου ή την αξία κάποιου από μια μικρή ένδειξη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξ όνυχος τον λέοντα