επίσταθμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίσταθμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίσταθμος < επί- + σταθμ(ός) + -ος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈpi.sta.θmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐σταθ‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : ε‐πί‐στα‐θμος
Επίθετο[επεξεργασία]
επίσταθμος, -η, -ο
- που βρίσκεται σταθμευμένος σε έναν τόπο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίσταθμος αρσενικό
- επιμελητής μιας επισταθμίας
- βοηθητικός χώρος που βρίσκεται κοντά σε σιδηροδρομικό σταθμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίσταθμος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)