επαμεινώνδας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαμεινώνδας < Επαμεινώνδας → λείπει η ετυμολογία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επαμεινώνδας , ή επαμεινώντας, ή και παμεινώνδας αρσενικό
- (αργκό, ιδιωματισμός, ενδυμασία) το παλτό, που συνηθέστερα ρίχνεται στους ώμους, (στη μάγκικη διάλεκτο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαμεινώνδας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)