επείγομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επείγομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπείγομαι, μεσοπαθητικό του ἐπείγω [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpi.ɣo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πεί‐γο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]επείγομαι, πρτ.: επειγόμουν μόνο στο ενεστωτικό θέμα (ελλειπτικό ρήμα, αποθετικό ρήμα, με ενεργητικό τύπο: επείγει)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επείγομαι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ επείγομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)