επειγοντολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επειγοντολογία οι επειγοντολογίες
      γενική της επειγοντολογίας των επειγοντολογιών
    αιτιατική την επειγοντολογία τις επειγοντολογίες
     κλητική επειγοντολογία επειγοντολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επειγοντολογία < επειγοντ(ος) + -ο- + -λογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επειγοντολογία ουδέτερο

  • η επιστήμη / μελέτη της Επείγουσας Ιατρικής, της νοσηλείας στα ιατρεία επειγόντων περιστατικών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]