επιδεινώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]επιδεινώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδεινώνω
- θα επιδεινώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδεινώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]επιδεινώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιδείνωση