επιδιορθωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδιορθωτής < επιδιορθώνω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδιορθωτής αρσενικό (θηλυκό επιδιορθώτρια)
- (επάγγελμα) τεχνίτης που επιδιορθώνει