επιδοματούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδοματούχος < επιδόματ(ος) + -ούχος (< αρχαία ελληνική ἔχω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδοματούχος αρσενικό ή θηλυκό
- που λαμβάνει κάποιο επίδομα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδοματούχος