επιδρομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδρομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιδρομή[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.ðɾoˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δρο‐μή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδρομή θηλυκό
- η ομαδική εισβολή περιορισμένης διάρκειας σε (κατοικημένη) περιοχή με σκοπό είτε την αρπαγή των περιουσιών ή των αγαθών των κατοίκων, είτε τον αιχμαλωτισμό, την απαγωγή ή τον εκφοβισμό τους, είτε την εξόντωσή τους
- η χώρα είχε ερημώσει από τις διαρκείς επιδρομές εχθρικών φύλων
- κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην περιοχή έκαναν συχνές επιδρομές στα γειτονικά χωριά
- η ομαδική πολεμική επίθεση περιορισμένης διάρκειας
- η ομαδική εισβολή περιορισμένης διάρκειας σε χώρο με σκοπό την αρπαγή αγαθών ή εξοπλισμού
- τα εμπορεύματα του καταστήματος κλάπηκαν κατά τη διάρκεια επιδρομής μελών τοπικών συμμοριών
- η ομαδική εισβολή εντόμων σε μία περιοχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδρομή
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ επιδρομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)