επικαθορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επικαθορισμός < επικαθορίζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επικαθορισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επικαθορίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επικαθορισμός
|