επικεφαλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επικεφαλής < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπικεφαλῆς < ἐπὶ κεφαλῆς < μεσαιωνική ελληνική ἐπὶ κεφαλῆς < ελληνιστική κοινή ἐπὶ κεφαλῆς (στο κεφάλι), η φράση δηλώνει ηγετική ή αρχηγική θέση ήδη από την ελληνιστική κοινή περίοδο, ενώ η συνήθης σύνταξη με γενική πτώση πιθανώς οφείλεται σε επίδραση του γαλλικού en tête de...[1], ωστόσο κατ' άλλους θεωρείται μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tête [2][3]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pi.ce.faˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐κε‐φα‐λής

Επίθετο

[επεξεργασία]

επικεφαλής άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

επικεφαλής

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επικεφαλής αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. επικεφαλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. επικεφαλήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)