επικονιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικονιασμός < επικονιάζω < (ελληνιστική κοινή) ἐπικονιῶ < ἐπί + κονία < κόνις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικονιασμός αρσενικό
- (βοτανική) → δείτε τη λέξη επικονίαση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικονιασμός
|