επιπάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπάσσω < αρχαία ελληνική ἐπιπάσσω < ἐπί + πάσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιπάσσω
- (λόγιο) πασπαλίζω
- (ιατρική) καλύπτω ένα τραύμα ή κάποια προβληματική περιοχή του δέρματος με ειδική φαρμακευτική σκόνη