επιπεδογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπεδογράφος < επίπεδ(ο) + -ο- + -γράφος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική planigraphe
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιπεδογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με την επιπεδογραφία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επιπεδογραφία
- επιπεδογραφικός
- → δείτε τις λέξεις επίπεδος και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιπεδογράφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)