επιπυραγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιπυραγός αρσενικό ή θηλυκό
- (βαθμός πυροσβεστικής) ο χαμηλότερος βαθμός ανώτερου αξιωματικού στην πυροσβεστική υπηρεσία, που αντιστοιχεί στον ταγματάρχη του στρατού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αντιπύραρχος (↑ανώτερος)
- πυραγός (↓κατώτερος)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιπυραγός