επισμαλτωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
επισμαλτωμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επισμαλτώνω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σμάλτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επισμαλτωμένος
|