επιστρατεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιστρατεύω < αρχαία ελληνική ἐπιστρατεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιστρατεύω
- (στρατιωτικός όρος): καλώ έφεδρο στην ενεργό στρατιωτική υπηρεσία λόγω πολέμου ή πολεμικής απειλής
- επιστράτευσαν όλους τους έφεδρους με ηλικία μικρότερη των 30 ετών
- (πολιτική): καλώ έναν απεργό να προσέλθει υποχρεωτικά στην εργασία του (πολιτική επιστράτευση)
- (μεταφορικά): κινητοποιώ
- έπρεπε να επιστρατεύσω όλες μου τις δυνάμεις για να τα βγάλω πέρα