επιταγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιταγή | οι | επιταγές |
γενική | της | επιταγής | των | επιταγών |
αιτιατική | την | επιταγή | τις | επιταγές |
κλητική | επιταγή | επιταγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιταγή < (ελληνιστική κοινή) ἐπιταγή < αρχαία ελληνική ἐπιτάσσω < ἐπί + τάσσω (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mandat)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.taˈʝi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιταγή θηλυκό
- (λόγιο) διαταγή, εντολή
- (οικονομία) αξιόγραφο με το οποίο ο εκδότης του εγγράφου δίνει εντολή στον πληρωτή (πιστωτικό ίδρυμα) να πληρώσει στο όνομα του πρώτου ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στον κομιστή της
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ακάλυπτη επιταγή: όταν δεν υπάρχει το αντίστοιχο ποσό στην τράπεζα, για να πληρωθεί η επιταγή
- ανοικτή επιταγή: το ποσό της επιταγής το συμπληρώνει ο κομιστής
- δίγραμμη επιταγή
- ταξιδιωτική επιταγή
- ταχυδρομική επιταγή: που στέλνεται με το ταχυδρομείο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)