επιτελικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτελικός < επιτελ(ής) + -ικός < επι- + αρχαία ελληνική τέλος (ανώτατη εξουσία)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.te.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τε‐λι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
επιτελικός -η -ο
- ο σχετικός με το επιτελείο
- επιτελικό σχέδιο
- (ειδικότερα) σχετικός με στρατιωτικό επιτελείο
- (μεταφορικά) που έχει υψηλή θέση στην ιεραρχία οργάνωσης ή επιχείρισης
- επιτελικό στέλεχος
- (στο ποδόσφαιρο) μέσος με επιθετικό ρόλο, ο οποίος αγωνίζεται πίσω από τους επιθετικούς και έχει ως ρόλο τη μεταβίβαση της μπάλας προς αυτούς ώστε να επιτύχουν τέρμα.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτελικός
|