επιτηδευμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιτηδευμένα < επιτηδευμέν(ος) + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]επιτηδευμένα
- με επιτηδευμένο τρόπο, με ψεύτικα και φανταχτερά λόγια
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιτηδευμένα
|