επουσιώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επουσιώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπουσιώδης[1]
Επίθετο[επεξεργασία]
επουσιώδης, -ης -ες
- που δεν αναφέρεται στην ουσία ενός ζητήματος, δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός αλλά μάλλον δευτερεύων
- ↪ η συζήτηση αναλώθηκε σε επουσιώδεις λεπτομέρειες
- ↪ κάνει μεγάλα στοχαστικά άλματα και επισκιάζει την ουσία ενώ φωτίζει τα επουσιώδη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επουσιώδης
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ επουσιώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας