επωνύμως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επωνύμως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπωνύμως < αρχαία ελληνική ἐπώνυμος. Συγχρονικά αναλύεται σε επώνυμ(ος) + -ως.
Επίρρημα[επεξεργασία]
επωνύμως
- (λόγιο) επώνυμα, με γνωστοποίηση του ονόματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επωνύμως
|
Πηγές[επεξεργασία]
- επώνυμος (& επωνύμως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας