εργαστήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εργαστήρι | τα | εργαστήρια |
γενική | του | εργαστηριού | των | εργαστηριών |
αιτιατική | το | εργαστήρι | τα | εργαστήρια |
κλητική | εργαστήρι | εργαστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εργαστήρι < μεσαιωνική ελληνική εργαστήρι(ν) < αρχαία ελληνική ἐργαστήριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εργαστήρι ουδέτερο
- (προφορικό) άλλη μορφή του εργαστήριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργαστήρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)