ερμηνεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερμηνεία οι ερμηνείες
      γενική της ερμηνείας των ερμηνειών
    αιτιατική την ερμηνεία τις ερμηνείες
     κλητική ερμηνεία ερμηνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ερμηνεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑρμηνεία < ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eɾ.miˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐μη‐νεί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ερμηνεία θηλυκό

  1. λεκτική σημασία, το τι σημαίνει μία λέξη
  2. προσωπική εκτίμηση γεγονότων, υποκειμενική ανάγνωση δεδομένων κι εξαγωγή συμπερασμάτων
     συνώνυμα: εξήγηση
  3. καλλιτεχνική απόδοση
  4. μετάφραση (συνήθως) με σχολιασμένη απόδοση κειμένου
  5. χρησμική μαντεία, χρησμός

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]