ερμητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερμητικός < (μαρτυρείται από το 1812) (αντιδάνειο) γαλλική hermétique < μεσαιωνική λατινική hermeticus < ελληνιστική κοινή Ἑρμῆς Τρισμέγιστος (Hermes Thoth).
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɾ.mi.tiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /eɾ.mi.tiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /eɾ.mi.tiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
ερμητικός, -ή, -ό
- εντελώς κλειστός, που δεν μπορεί να παραβιαστεί
- που χαρακτηρίζεται από αποκρυφισμό
- που ασχολείται με θεολογικές και φιλοσοφικές θεωρίες οι οποίες αποδίδονται στον Ερμή Τριμέγιστο
- που αποκωδικοποιείται με δυσκολία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερμητικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)