ερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ερωμένος | οι | ερωμένοι |
γενική | του | ερωμένου | των | ερωμένων |
αιτιατική | τον | ερωμένο | τους | ερωμένους |
κλητική | ερωμένε | ερωμένοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερωμένος < αρχαία ελληνική ἐρωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐράω / ἐρῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ερωμένος αρσενικό (θηλυκό: ερωμένη)
- ο εραστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερωμένος
→ δείτε τη λέξη εραστής |