ερωτευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ɾo.tevˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρω‐τευ‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ερωτευμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
- μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος ερωτεύομαι
- ※ Είναι ερωτευμένος με μια υπέροχη κοπέλα κι άρχισε να κάνει σχέδια για ένα κοινό τους μέλλον.
- Αλέξανδρος Σχινάς, Το πρόσωπο [διήγημα]
- ※ Είναι ερωτευμένος με μια υπέροχη κοπέλα κι άρχισε να κάνει σχέδια για ένα κοινό τους μέλλον.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ερωτεύομαι και έρωτας