ερωτιάρικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερωτιάρικα < ερωτιάρικος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]ερωτιάρικα
- με ερωτιάρικο τρόπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερωτιάρικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ερωτιάρικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ερωτιάρικο